Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Η φτωχογειτονιά του ακριβότερου λόφου της Αθήνας.....



«Είμαστε εμείς ελίτ;», αναρωτιούνται στο Κατσιπόδι. Ετσι αποκαλούν οι κάτοικοι της περιοχής το λόφο του Κυνοσάργους. Ενα οικόπεδο εδώ αξίζει, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, ακριβότερα από ό,τι στην Εκάλη.

Στο σκοινί είναι απλωμένα ρούχα φθαρμένα. Κι όμως, οι μπουγάδες στις αυλές αυτού του βράχου κοστολογούνται ως οι ακριβότερες της Αθήνας (σύμφωνα με το Φόρο Ακίνητης Περιουσίας, η τιμή θα καθοριστεί στα 1.600 ευρώ/τ.μ., τη στιγμή που στην Εκάλη είναι 1.320/τ.μ.). Ο λόγος αυτής της υπερτίμησης αποκαλύπτεται όταν τα ταλαιπωρημένα χέρια -τα οποία μαρτυρούν ότι η ζωή εδώ απέχει έτη φωτός από τις επαύλεις της Εκάλης- μαζέψουν τα στεγνά σεντόνια: είναι η θέα στην Ακρόπολη.
18-3--14-thumb-medium
Στη γειτονιά κυκλοφορούν φήμες ότι κάποιοι θέλουν να τους πάρουν τα σπίτια που είναι 50 και 60 ετών και εκτός σχεδίου. "Μας θεωρούν Κολωνάκι αλλά δε βλέπουν τα χάλια μας" (φωτο Ορέστης Σεφέρογλου)
Θέα - προνόμιο
Το βλέμμα σαν βέλος καρφώνεται ανεμπόδιστο στον Ιερό Βράχο, ο οποίος υψώνεται σε μια πόλη λουσμένη στο φως.
Λυκαβηττός, Φιλοπάππου, Πάρνηθα, στο βάθος αριστερά τα καράβια στο λιμάνι του Πειραιά. Τις μέρες χωρίς νέφος φαίνεται μέχρι και η Σαλαμίνα. Θέα που συνήθως αποτελεί προνόμιο σε όσους έχουν πρόσβαση σε roof garderns πολυτελών ξενοδοχείων της Αθήνας, ή εισόδημα που τους επιτρέπει να την αγοράσουν.
Εδώ, στη συνοριακή γραμμή του Νέου Κόσμου με τη Δάφνη, στο ξέφωτο του λόφου του Κυνοσάργους που βρίσκεται η μισοασφαλτοστρωμένη οδός Διγενή Ακρίτα, η απόσταση από την Ακρόπολη υπολογίζεται στην ευθεία γύρω στα 1.500 μέτρα και η σύνταξη γύρω στα 500 ευρώ. Τη μισή, κάθε τόσο, τη «ρουφάει» ο βόθρος.
«Αποχέτευση δεν έχουμε, έχουμε βόθρους εδώ που βουλώνουν συνέχεια και δίνουμε 250άρια για να γίνουν αποφράξεις», λέει η κ. Κωνσταντίνα Δελώτη. Πριν από 51 χρόνια ήρθε στην Αθήνα από τα Γιάννενα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη μαζί με την αδερφή της Αναστασία. Η πρώτη, σύζυγος οικοδόμου, η δεύτερη, σύζυγος σερβιτόρου. «Μας πείσανε τότε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία. Δεν είχαμε οικογένεια εμείς, ήμασταν ορφανά. Οι άντρες μας είχαν καταγωγή από την Τήνο -εδώ ήταν φτωχαδάκια. Κανένας δεν κράταγε τιμόνι», θυμάται η κ. Αναστασία Καρανικολάου.
«Τότε δεν υπήρχαν συγκοινωνίες και ήρθαμε εδώ γιατί ήταν εξοχή και η Αθήνα που είχαμε τις δουλειές μας ήταν κοντά. Δουλεύαμε, και μεροκάματο μηδέν στο τέλος! Ασ' τα και μην ψάχνεις. Ο άντρας μου δούλευε όλη τη νύχτα...» συνεχίζει.
«Αλλοι πήρανε φτηνότερα οικόπεδα και γίνανε πλούσιοι. Γιατί δεν είναι ότι φτιάξανε μόνο το σπίτι, φτιάξανε κι ένα μαγαζί και ένα άλλο το νοικιάσανε από πάνω. Τα βγάλανε τα λεφτά τους. Εμείς εδώ δεν βγάλαμε τίποτα. Μόνο έναν ύπνο».
Η κ. Κωνσταντίνα κοιτάζει την τσιμεντούπολη κάτω από το βράχο. «Τα δώσανε αντιπαροχές και πήρανε διαμερίσματα έτσι. Πήρε ο γιος, πήρε ο εγγονός, πήρε ο παραγιός, πήρανε όλοι από ένα διαμέρισμα. Και τα πήρανε 5.000 δραχμές -τίποτα δηλαδή. Και να το πουλήσω τώρα, τι θα πιάσω; Εβδομήντα χιλιάδες μού στοίχισε ο σκελετός το '65 -χωρίς πόρτες, χωρίς παράθυρα. Και 33.000 μού είχε στοιχίσει το οικόπεδο», λέει καταβρέχοντας τις ντοματιές που έχει φυτέψει στην αυλή της. «Νερό έχουμε, αλλά το είχαμε βάλει μόνοι μας -το είχαμε πληρώσει 20.000 δραχμές τότε», συνεχίζει η ίδια.
18-2--19-thumb-medium
"Αλλοι πήρανε φτηνότερα οικόπεδα και γίνανε πλούσιοι.Εμείς εδώ δεν βγάλαμε τίποτα. Μόνο έναν ύπνο" (φωτό Ορέστης Σεφέρογλου)
Μεσίτες
Μια ματιά στις τιμές πώλησης που δίνουν τα μεσιτικά γραφεία για την περιοχή αυτή την περίοδο: σπίτι 83 τ.μ. πωλείται προς 130.000, ένα άλλο στα ίδια τ.μ. 145.000, ένα μικρότερο 58 τ.μ. προς 95.000.
Στα μέσα του περασμένου αιώνα, όταν η περιοχή ήταν «βράχια, κατσάβραχα» και τα βράδια τρεμόπαιζαν λάμπες πετρελαίου, την ύδρευση είχε αναλάβει η κυρα-Ρήνη «η νερουλού». «Μια μέρα που πέρασε να μαζέψει τα λεφτά, γύρισε και μου είπε "ξέρεις τι είναι εδώ; Κατσιπόδι"» αναφέρει η κ. Κωνσταντίνα. «Ψάχωνες είναι εδώ», πετάγεται μια γειτόνισσα. «Αϊ-Γιώργη λέω ότι μένω», λέει μια δεύτερη. «Αϊ-Γιώργης είναι εκεί, εδώ είναι του Αϊ-Γιάννη του Κυνηγού», λέει μια άλλη. Σήμερα, με όρους του πτωχευμένου κλάδου του real estate, εδώ βρίσκεται το «μπαλκόνι της Αθήνας».
Σύμφωνα με τους κατοίκους, όλα αυτά τα οικόπεδα ανήκαν κάποτε σε κάποιον ονόματι Αγκινάρα. Σήμερα έχουν όλα πολύ χαμηλό συντελεστή δόμησης. «Τα διώροφα χτίστηκαν πριν από το '70», λένε οι κάτοικοι του Κυνοσάργους.
Η ονομασία προέρχεται από έναν «κύνα αργόν» (σκύλο λευκό ή ταχύ) που σύμφωνα με το μύθο άρπαξε κομμάτια από το ζώο που προοριζόταν να θυσιαστεί προς τιμήν του Ηρακλή. Προς στιγμήν, νομίζεις ότι τα άγρια γαβγίσματα που ακούγονται μέσα από τις αυλές, καθώς ανηφορίζεις την οδό Αλεξάνδρου Νούτσου, προέρχονται από απογόνους αυτού του μυθικού σκύλου. Κι ότι αντί για ζώο έχουν αρπάξει ολόκληρο το κομμάτι της μυθικής ιστορίας του λόφου και το έχουν καταβροχθίσει, ώστε να μην υπάρχει κανένα σημάδι ότι εδώ, όπως λέγεται, ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. το γυμναστήριο του Κυνοσάργους, για να γυμνάζονται οι «νόθοι»: οι νέοι που ένας από τους γονείς τους δεν ήταν Αθηναίος.
Σήμερα ελάχιστοι νέοι κατοικούν στην πρόσοψη του λόφου. «Δεν τους κράτησε ούτε η Ακρόπολη», λένε οι παλιοί, που ζουν στα περίπου 35 σπίτια, τα οποία είναι σκαρφαλωμένα στην πλαγιά και στην κορυφή από τα μέσα του περασμένου αιώνα.
«Ολα αυτά νομιμοποιήθηκαν το '87, με το νόμο του Τρίτση και κρίθηκαν μη κατεδαφιστέα. Το '57 που το πήραμε εμείς κόστιζε 25.000 δραχμές -την ίδια τιμή με αυτό που βλέπεις κάτω στη Φραντζή και με εκείνη την πολυκατοικία. Και διαλέξαμε. Ή αυτό θα παίρναμε ή το κάτω», λέει η κ. Ευσταθία Βαρλάμου, ιδιοκτήτρια από το 1957. «Ηρθα εδώ ανύπαντρη, μικρή κοπέλα. Εδώ γέννησα τα παιδιά μου, εδώ μεγάλωσα, εδώ γερνάω».
Ο σύζυγός της ήταν τεχνίτης, επεξεργαζόταν χρυσό, μαζί με άλλους 2-3 στη γειτονιά. «Δεν πουλούσαν, έφτιαχναν, εργάτες ήταν. Ηταν πολύ φτωχικά εδώ και συνεχίζει να είναι», λέει η ίδια.
«Το πρόβλημά μας είναι ότι δεν μπορούμε να πάρουμε μια άδεια να το ανακαινίσουμε, να το στηρίξουμε λίγο να μην πέσει. Γιατί είναι χτισμένο από τότε...», λέει ο γιος της Γιάννης, ιδιωτικός υπάλληλος, περπατώντας στην καλαίσθητη ασβεστωμένη αυλή, με τα ανθισμένα παρτέρια, τα δέντρα και τις γάτες που χασμουριούνται. «Ηθελα να στρώσω πλάκα στο τσιμέντο, αλλά βλέπεις οι περικοπές στους μισθούς...».
Ενας περαστικός μπαίνει στην κουβέντα και κάνει ερωτήσεις, αμφισβητώντας την παλαιότητα της οικογένειας στην περιοχή. «Αφού είσαι τόσο παλιά, πού έμενε ο Βέγγος;» ρωτάει τσεκάροντας τη μνήμη της κ. Ευσταθίας. «Εγώ αν ξέρω πού έμενε ο Βέγγος, μωρέ; Εδώ πιο κάτω, Αγγελετοπούλου και Ελευθερίας. Δίπλα στης Βαγγελιώς», απαντάει εκνευρισμένη.
Ο γείτονάς της, Κώστας Πάσσαρης, συνταξιούχος, κληρονόμησε το οικόπεδο που είχε ο παππούς του από το 1929. «Το '49 ήρθα με τον πατέρα μου και μείναμε εδώ. Το '63 πήραμε άδεια για να κάνουμε αντικατάσταση στέγης και επέκταση. Δεν υπάρχουν παράνομοι εδώ πάνω. Ολοι έχουν αγορασμένες περιουσίες». Σχολιάζοντας τον ΦΑΠ, βάζει τα γέλια. «Είμαστε βιομήχανοι εδώ πάνω; Μεροκαματιάρηδες είμαστε! Απλώς εδώ είναι το φιλέτο. Εχουν ακουστεί πολλά για τον Βωβό. Αυτούς τους ενδιαφέρει η κορυφή. Και είμαστε όλοι εκτός σχεδίου! Ακόμα και το σχολείο», λέει αναφερόμενος στο 8ο Δημοτικό Δάφνης. «Εβγαλαν άδεια όταν το έχτισαν -για μια νύχτα- και μετά αποχαρακτηρίστηκε για να μην μπούμε κι εμείς. Για να μη χτίσουμε...». Η σύζυγός του Εφη σχολιάζει ότι εδώ δεν έχουν τόσα προβλήματα όσα στην άλλη πλευρά του βράχου. Οτι έχουν φώτα και υπόνομο και ότι περνούν να μαζέψουν τα σκουπίδια. «Οπως και να 'χει, είναι μια περιοχή απείρου κάλλους», λέει.
Τον καιρό που ήρθε να μείνει εδώ, έβοσκαν κατσίκες. Οι μνήμες ήταν ακόμα νωπές από τον αιματοβαμμένο άγριο Αύγουστο του 1944, οπότε οι Γερμανοί εκτέλεσαν αθώους Ελληνες πολίτες στο μπλόκο στο Κατσιπόδι.
«Είμαστε εδώ με μεγάλα βάσανα. Εμείς τίποτα δεν έχουμε! Μεροκαματιάρηδες είμαστε. Θέλουν να πάρουν την περιοχή για να την αναδείξουν όπως θέλουν αυτοί. Φωτιά να τους κάψει πες τους! Μήπως υπολογίζουν και κανέναν άλλον;» λέει η κ. Ασημίνα Σπυριδονοπούλου, κάτοικος της οδού Διγενή Ακρίτα.
18-1--23-thumb-medium
Ζει στο "φιλέτο" με 500 ευρώ σύνταξη (φωτο Ορέστης Σεφέρογλου)
«Ο άντρας μου είναι 92 ετών, δούλευε κάποτε πλανόδιος φωτογράφος. Ζούμε με τη σύνταξή του, 500 ευρώ το μήνα».
Οταν ήρθε από την Τήνο στην Αθήνα, νοίκιασε για λίγους μήνες ένα σπίτι και στη συνέχεια, με τα χρήματα που έβγαζε ο σύζυγός της, «ξεκινήσαμε να χτίζουμε. Θα χτίζαμε πολυκατοικία με τα λεφτά που έχουμε δώσει. Δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε καμία επισκευή, αλλά και να μας το επέτρεπαν δεν θα μπορούσαμε. Με 500 ευρώ το μήνα δεν ξέρω τι να πληρώσω πρώτα». «Σας συμφέρει να το πουλήσετε;» τη ρωτάμε. «Ποιος θα το πάρει; Πουλιέται από κάτω ένα, 80.000 ευρώ, και δεν το παίρνει κανείς. Εκτός αυτού, δεν το πουλάω. Οσο ζω, δεν το πουλάω. Και ξέρεις γιατί; Γιατί έφτυσα αίμα για να το φτιάξω».

Αυλές στρωμένες με τσιμέντο που «έσκασε», με καρέκλες από φθηνό πλαστικό. Οι αυλόπορτες, δεμένες με σύρματα -λεφτά για επισκευές δεν υπάρχουν. Εικόνες μιας φτωχογειτονιάς της παλιάς Αθήνας, με μικρά κοτέτσια και μποστάνια, ζωντανεύουν στα χωμάτινα δρομάκια, όπου κάθε μεσημέρι «μονομαχούν» μυρωδιές από μαγειρευτά φαγητά που δραπετεύουν από τις σίτες της κουζίνας. Αν είσαι για πρώτη φορά περαστικός από 'δώ, τραβάς σαν μαγνήτης τα βλέμματα της γειτονιάς, που σε περιεργάζεται σαν αξιοθέατο. Δεν θα περάσει πολλή ώρα όμως μέχρι να βρεθείς με τα χέρια γεμάτα καρπούς, από τη φορτωμένη συκιά κάποιας μικρής αυλής ή σταφύλια από τις δεκάδες κληματαριές. Ενα χωριό μέσα στην πόλη σού χαρίζεται.
«Εχω ακούσει διάφορα σενάρια, ότι θέλουν να μας τα πάρουν για να χτίσουν. Εδώ βέβαια άμα χτίσεις έχει μεγάλη αξία, με τα σημερινά δεδομένα», ισχυρίζεται η κ. Αναστασία. «Μας θεωρούν Κολωνάκι, αλλά δεν βλέπουν τα χάλια μας. Ενα σπίρτο να πέσει εδώ, θα καεί όλη η Αθήνα», λέει δείχνοντας την πλαγιά του λόφου που είναι πνιγμένη στα ξερόχορτα. «Να πάψει να μας στέλνει χαράτσια και να μας φτιάξει κάνα δρόμο. Γιατί δεν μας βάζουν στο σχέδιο, μόνο που θέλουν χαράτσια; Γιατί δεν μας φτιάχνουν δρόμους;».
Το συμπέρασμα κάθε συζήτησης είναι το ίδιο. «Θέλουν να "τ' αρπάξουν". Γι' αυτό επιμένουν να τα αξιοποιήσουν, για να μας πετάξουν έξω».
Πολλά σπίτια είναι εγκαταλειμμένα. «Πέθαναν οι ιδιοκτήτες τους και οι κληρονόμοι δεν νοιάζονται δράμι», λένε οι γείτονες.
Τα βράδια, αναζητώντας δροσιά, οι κάτοικοι καταβρέχουν τις αυλές με τα λάστιχα και βγάζουν έξω στα τραπέζια τις μικρές τηλεοράσεις. Στα γκαράζ και στους δρόμους, παρκαρισμένα φτηνά αυτοκίνητα που αγοράστηκαν με κόπο «αποταμιεύοντας το δώρο Χριστουγέννων, όταν το παίρναμε ακόμα». Μόνη περιουσία των κατοίκων, η καθημερινή επαφή με το θαύμα του αρχαίου πολιτισμού. Οπως φέγγει μέσα στο σκοτάδι μοιάζει να αιωρείται.
δημοσιευτ. στην 'Ε' με τίτλο Ιστορίες φτωχών ανθρώπων στον ακριβότερο λόφο της Αθήνας

analystforchange.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Tο μπλοκ μας δημοσιεύει κάθε σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές, και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε.
Όσοι επιθυμούν να παίρνουν τις αναρτήσεις από το μπλογκ μπορούν να το κάνουν ελεύθερα με την παράκληση όπως σαν πηγή ενημέρωσης να αναφέρουν το ιστολόγιο μας.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.